- Πελάγου
- Πέλαγοςthe seamasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελάγου — πελαγόω turn into sea pres imperat act 2nd sg πελαγόω turn into sea imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλάργα — και αλάργου επίρρ. 1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά 2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά 3. Ναυτ. ανοιχτά τού πελάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε,… … Dictionary of Greek
εξάπαντος — (Μ ἐξάπαντος) επίρρ. οπωσδήποτε, ασφαλώς, ανυπερθέτως, χωρίς άλλο, το δίχως άλλο («θά ρθω εξάπαντος») μσν. εξολοκλήρου («ἐκράτησεν ἐξάπαντος τοὺς δρόμους τοῡ πελάγου τοῡ νὰ μὴ φέρουσιν ποσῶς σωτάρχισιν στὴν Πόλιν», Χρον. Μορέως) … Dictionary of Greek
ζάρα — και ζαρωματιά, η 1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες») 2. ρυτίδα τού δέρματος 3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες τού πελάγου») 4. πήλινο αγγείο 5. κατακάθι, ζούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω,… … Dictionary of Greek
τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… … Dictionary of Greek
ταξιδεύω — και παλ. γρφ. ταξειδεύω, ΝΜ [ταξίδι] νεοελλ. 1. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, χρησιμοποιώντας μέσο μεταφοράς («μού φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω / στην ερμιά τού πελάγου», Σολωμ.) 2. περιηγούμαι, κάνω τουρισμό («ταξιδεύει στην… … Dictionary of Greek
τρισκότεινος — η, ο, Ν πάρα πολύ σκοτεινός, θεοσκότεινος («σα νυχτοφωσφόρισμα τρισκότεινου πελάγου», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + σκοτεινός] … Dictionary of Greek
πέλαγος — πέλαγος, το και πέλαγο, το γεν. πελάγους και πελάγου, πληθ. πέλαγα και πελάγη 1. ανοιχτή θάλασσα μακριά από τις ακτές. 2. θαλασσινή έκταση μικρότερη από τον ωκεανό και τη θάλασσα: Αιγαίο, Ιόνιο πέλαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)